Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος

См. также в других словарях:

  • ευσταθώ — (ΑΜ εὐσταθῶ, έω) [ευσταθής] είμαι ευσταθής, είμαι σταθερός, έχω σταθερή βάση νεοελλ. είμαι βάσιμος, στηρίζομαι στην πραγματικότητα, σε τεκμήρια, σε πειστικούς συλλογισμούς (α. «η άποψη δεν ευσταθεί» β. «τα επιχειρήματα δεν ευσταθούν») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»